«Ό κάβουρας καί τό φίδι έκαμαν φιλία και κουμπαριά καί αποφάσισαν να πεθάνουν μαζί, καί έτρεχαν καί τα δυό μαζί, Μιά μέρα νύχτωσαν μακρυά άπό την τρύπα του κάβουρα καί κοντά στού φιδιού, Τό φίδι δέχτηκε τον κάβουρα στην τρύπα του, τόν προτίμησε σαν κουμπάρο του καί του είπε νά μπεί μέσα πρώτος αυτός. Επειδή ο κάβουρας δεν έχωρούσε, έσγάρλισε με τά πόδια του τήν τρύπα καί χώρεσε. Άφού έ μπήκαν μέσα και τα δύο, to φίδι αμέσως κουλουριάστηκε καί άφησε στη μέση της κουλούρας τόπο, οπου έμπήκε ό κάβουρας νό κοιμηθή. Τ ή νύχτα τό φίδι εσφιγγε τον κάβουρα, γιά νά τόν ξελεπιάση και υστέρα νά τόν φάη. Τότε ό κάβουρας φωνάζει: — «Κουμπάρε, μή μέ σφίγγεις, πεθαίνω!» Τό φίδι αποκρίνεται: — «”Ονειρο βλέπω!»! Καί εξακολουθούσε νά τόν σφίγγη, Άφου ό κάβουρας είδε ότι χάνεται, του λέει: — «Κουμπάρε, ζύγωσε κοντά τ’ αυτί σου γιά νά σου εϊπώ ένα μυστικό νά ευτυχήσης». Τό φίδι άμέσως έζύγωσε τό αυτί του κοντά στο στόμα του κάβουρα. Καί τότε έκεΐνος τσακώνει με τή δαγκούνα του τό φίδι στό λαιμό, τό σφίγγει, τό κρατάει ττολλήν ωρα, τό φίδι στρίβεται ξαναστρίβεται, έψόφησε. Τότε δ κάβουρας τό έπήρε τραβώντας τή νύχτα έξω άπό τήν τρύπα του. Τήν αύγή, όπου είδε τό φίδι ο κάβουρας καί ήταν ξαπλωμένο ίσια, σάν ραβδί, τού είπε: — « Av ήσουν καί τή νύχτα έτσι ίσιος, μαύρε κουμπάρε, δέν έπέθαινες, αλλ’ οΰτε όνείρα τα έβλεπες!».
Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016
ΤΙ ΕΙΠΕ ΣΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΤΟΥ Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ;
«Ό κάβουρας καί τό φίδι έκαμαν φιλία και κουμπαριά καί αποφάσισαν να πεθάνουν μαζί, καί έτρεχαν καί τα δυό μαζί, Μιά μέρα νύχτωσαν μακρυά άπό την τρύπα του κάβουρα καί κοντά στού φιδιού, Τό φίδι δέχτηκε τον κάβουρα στην τρύπα του, τόν προτίμησε σαν κουμπάρο του καί του είπε νά μπεί μέσα πρώτος αυτός. Επειδή ο κάβουρας δεν έχωρούσε, έσγάρλισε με τά πόδια του τήν τρύπα καί χώρεσε. Άφού έ μπήκαν μέσα και τα δύο, to φίδι αμέσως κουλουριάστηκε καί άφησε στη μέση της κουλούρας τόπο, οπου έμπήκε ό κάβουρας νό κοιμηθή. Τ ή νύχτα τό φίδι εσφιγγε τον κάβουρα, γιά νά τόν ξελεπιάση και υστέρα νά τόν φάη. Τότε ό κάβουρας φωνάζει: — «Κουμπάρε, μή μέ σφίγγεις, πεθαίνω!» Τό φίδι αποκρίνεται: — «”Ονειρο βλέπω!»! Καί εξακολουθούσε νά τόν σφίγγη, Άφου ό κάβουρας είδε ότι χάνεται, του λέει: — «Κουμπάρε, ζύγωσε κοντά τ’ αυτί σου γιά νά σου εϊπώ ένα μυστικό νά ευτυχήσης». Τό φίδι άμέσως έζύγωσε τό αυτί του κοντά στο στόμα του κάβουρα. Καί τότε έκεΐνος τσακώνει με τή δαγκούνα του τό φίδι στό λαιμό, τό σφίγγει, τό κρατάει ττολλήν ωρα, τό φίδι στρίβεται ξαναστρίβεται, έψόφησε. Τότε δ κάβουρας τό έπήρε τραβώντας τή νύχτα έξω άπό τήν τρύπα του. Τήν αύγή, όπου είδε τό φίδι ο κάβουρας καί ήταν ξαπλωμένο ίσια, σάν ραβδί, τού είπε: — « Av ήσουν καί τή νύχτα έτσι ίσιος, μαύρε κουμπάρε, δέν έπέθαινες, αλλ’ οΰτε όνείρα τα έβλεπες!».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου