Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

ΤΙ ΕΙΠΕ ΣΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΤΟΥ Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ;


«Ό κάβουρας καί τό φίδι έκα­μαν φιλία και κουμπαριά καί α­ποφάσισαν να πεθάνουν μαζί, καί έτρεχαν καί τα δυό μαζί, Μιά μέρα νύχτωσαν μακρυά άπό την τρύπα του κάβουρα καί κοντά στού  φιδιού, Τό φίδι δέχτηκε τον κάβουρα στην τρύπα του, τόν προ­τίμησε σαν κουμπάρο του καί του είπε νά μπεί μέσα πρώτος αυτός. Επειδή ο κάβουρας δεν έχωρούσε, έσγάρλισε με τά πόδια του τήν τρύπα καί χώρεσε. Άφού έ μπήκαν μέσα και τα δύο, to φίδι αμέ­σως κουλουριάστηκε καί άφησε στη μέση της κουλούρας τόπο, οπου έμπήκε ό κάβουρας νό κοιμηθή. Τ ή νύχτα τό φίδι εσφιγγε τον κάβου­ρα, γιά νά τόν ξελεπιάση και υ­στέρα νά τόν φάη. Τότε ό κάβουρας φωνάζει: — «Κουμπάρε, μή  μέ σφίγγεις, πεθαίνω!» Τό φίδι αποκρίνεται: — «”Ονειρο βλέπω!»! Καί εξακολουθούσε νά τόν σφίγγη, Άφου ό κάβουρας είδε ότι χάνε­ται, του λέει: — «Κουμπάρε, ζύ­γωσε κοντά τ’ αυτί σου γιά νά σου εϊπώ ένα μυστικό νά ευτυχήσης». Τό φίδι άμέσως έζύγωσε  τό αυτί του κοντά στο στόμα του κάβουρα. Καί τότε έκεΐνος τσακώ­νει με τή δαγκούνα του τό φίδι στό λαιμό, τό σφίγγει, τό κρα­τάει ττολλήν ωρα, τό φίδι στρί­βεται ξαναστρίβεται, έψόφησε. Τό­τε δ κάβουρας τό έπήρε τραβώντας τή νύχτα έξω άπό τήν τρύπα του. Τήν αύγή, όπου είδε τό φίδι ο κάβουρας καί ήταν ξαπλωμένο ίσια, σάν ραβδί, τού είπε: — « Av ήσουν καί τή νύχτα έτσι ίσιος, μαύρε κουμπάρε, δέν έπέθαινες, αλλ’ οΰτε όνείρα τα έβλεπες!».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου