Μοναστήρια στη Χίο εμφανίζονται από τον 6ο αιώνα μ.Χ, τα οποία διαδραματίζουν πολύπλευρο ρόλο στη ζωή των κατοίκων. Μεγάλες μοναστικές μορφές σημαδεύουν τη θρησκευτική ζωή του νησιού, που συμβάλλουν αποφασιστικά όχι μόνο στη παιδεία, στη λατρεία και τόνωση του θρησκευτικού φρονήματος, αλλά και στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό βίο των κατοίκων. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τον Άγιο Μακάριο, τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, τον Όσιο Νικηφόρο το Χίο, το Γρηγόριο Φωτεινό, τον Όσιο Παρθένιο και τον Γέροντα Παχώμιο, τον Όσιο Άνθιμο Βαγιάνο και τόσους άλλους. Καθοριστικής σημασίας θέση έχουν και οι μονές, τα περίφημα Μοναστήρια, όπως η Νέα Μονή, η Μονή Μουνδών, οι ιερές Σκήτες των Αγίων Πατέρων και Αγίου Μάρκου, το Μοναστήρι της Βοήθειας, το Μοναστήρι του Αγίου Κων/νου και Ελένης, η Μονή Μυρσινιδίου, η Μονή της Αγίας Ματρώνας και άλλα εξίσου σημαντικά και σπουδαία. Μεταξύ αυτών ξεχωριστή και σημαίνουσα θέση έχει το Μοναστήρι του Αγίου Μηνά, επ’ ονόματι των τριών Μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρα και Βικεντίου, το οποίο εορτάζει στις 11 Νοεμβρίου κάθε χρόνο.
Η Μονή βρίσκεται 7,5 περίπου Νότια της πόλης της Χίου, νοτιοανατολικά του χωριού Νεοχώρι, σε έναν λόφο με μαγευτική θέα. Ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει τα νησιά Σάμο και Ικαρία, τον Καταρράκτη, τον Καρφά, τον Πορθμό Χίου – Μικράς Ασίας, τα βουνά της Ιωνίας, την περιοχή του Κάμπου και τα Καμπόχωρα, το Θολοποτάμι, τον Άγιο Γεώργιο Συκούση, το Αίπος.
Το μοναστήρι ιδρύθηκε μετά την κατάληψη της Χίου από τους Τούρκους (1566), μεταξύ των ετών 1572-1595, από τον παπά Νεόφυτο Κουμάνο και το γιο του παπά Μηνά. Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός με σιγίλιο καθιστά τη Μονή Σταυροπηγιακή, αφού οι κτήτορες κατά τη θεμελίωση του ναού έθεσαν στα θεμέλιά του Σταυρό, τον οποίο είχαν πάρει από τον Πατριάρχη. Αυτό το γεγονός σήμαινε ότι το μοναστήρι εξαρτιόταν άμεσα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και στις διάφορες ιεροτελεστίες οι μοναχοί μνημόνευαν το όνομα του εκάστοτε Πατριάρχη και όχι το όνομα του τοπικού Επισκόπου. Τα σταυροπηγιακά δίκαια της Μονής επικυρώθηκαν και με άλλα σιγίλια, τα οποία πολλές φορές αμφισβητήθηκαν από τοπικούς Επισκόπους χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.
Η Μονή γρήγορα επανδρώθηκε και γνώρισε μεγάλη ακμή κυρίως κατά την περίοδο του 17ου και 18ου αιώνα. Τότε πολλοί περιηγητές επισκέπτονται το μοναστήρι καταγράφοντας πολλές σημαντικές πληροφορίες στα κείμενά τους.
Γύρω από τον ψηλό περίβολο απλωνόταν πλήθος τα κτίσματα της Μονής: το καθολικό, το κωδωνοστάσιο, η βιβλιοθήκη, η τράπεζα, τα κελιά των μοναχών, οι κινστέρνες, οι φούρνοι, οι αποθήκες, οι στάβλοι. Σύμφωνα με το Χ. Μπούρα το καθολικό του μοναστηριού ανήκει στον τύπο των μονόχωρων οκταγωνικών τρουλαίων ναών, αποτελώντας ίσως μίμηση του κορυφαίου μας μνημείου, της Νέας Μονής. Την περίοδο αυτή λειτουργεί πλουσιότατη βιβλιοθήκη και Σχολή, η οποία διαλύθηκε λίγο πριν την Επανάσταση. Σ’ αυτήν φοίτησαν κορυφαίες μορφές του ελληνισμού και του χριστιανισμού, όπως ο ιεροκήρυκας Ιάκωβος Μαύρος, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, οι Εθνομάρτυρες Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και ο Μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης.
Ένα χρόνο ακριβώς μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, το 1822, έρχεται το τέλος της ευημερίας για τη Χίο, αφού το νησί παραδίδεται στην καταστροφική μανία των Τούρκων.
Το Σάββατο 11 Μαρτίου 1822 φτάνει στο Κοντάρι της Χίου ο Λογοθέτης με το Μπουρνιά με μια δύναμη 2500-4500 ανδρών. Στην Τουρκία η είδηση της Επανάστασης στη Χίο εξαγρίωσε τους Τούρκους. Στα παράλια της Μικράς Ασίας έχουν συγκεντρωθεί Τούρκοι, έτοιμοι για εκδίκηση, ενώ στην Κων/πολη επισπεύδεται η αναχώρηση του τουρκικού στόλου υπό τον Καρά Αλή.
Τη Μεγάλη Πέμπτη 30 Μαρτίου 1822 καταπλέει ο τουρκικός στόλος και αμέσως άρχισε η σφαγή των κατοίκων, οι λεηλασίες και η πυρπόληση της πόλης.
Τη Μεγάλη Παρασκευή 31 Μαρτίου καταλαμβάνεται το πυροβολείο της Τουρλωτής, καίγεται ο ναός της και ουσιαστικά δίνεται από το ύψωμα αυτό το σύνθημα στους Τούρκους για γενική πυρκαγιά και αιματοχυσία. Μέχρι το βράδυ είχε αποτεφρωθεί η πόλη. Ο Βαχήτ κοινοποιεί τη διαταγή του Σουλτάνου, που αποτελεί πάγια τακτική των Τούρκων για παραδειγματισμό όλων των υποδούλων : όλοι οι Έλληνες, αθώοι ή ένοχοι, πρέπει να θανατωθούν.
Οι κάτοικοι της πόλης εντωμεταξύ έχουν αρχίσει ήδη να εγκαταλείπουν την πόλη και να μετακινούνται στα χωριά και στην ύπαιθρο με την ελπίδα της σωτηρίας. Τα κέντρα καταφυγής είναι αρχικά οι Καρυές, οι οχυρές θέσεις του Αίπους , η Νέα Μονή, το μοναστήρι του Αγίου Μηνά και το χωριό Άγιος Γεώργιος Συκούσης. Ο λόφος του Αγίου Μηνά και το περιτείχισμά του δέχθηκαν 3000 άοπλους κατοίκους, που έτρεξαν να σωθούν, και μαζί τους λίγους ένοπλους Χιώτες και Σαμιώτες υπό τις διαταγές του Κ. Μονογιού από το Νεχώρι και του Ι. Φατούρου από τα Θυμιανά, που πάσχισαν να τους βοηθήσουν.
Μετά την πόλη, οι στρατιώτες του Καρά Αλή και του Βαχήτ κυνήγησαν με μανία τους πανικόβλητους κατοίκους, που έτρεξαν όπου μπορούσαν για να βρουν καταφύγιο.
To Μέγα Σάββατο 1 Απριλίου 1822 ξεκληρίζονται τα Θυμιανά και το Νεχώρι. Ακολούθως τα τουρκικά στίφη στράφηκαν κατά της Μονής του Αγίου Μηνά, αλλά δεν μπόρεσαν να το εκπορθήσουν. Αποσύρθηκαν τη νύχτα μετρώντας αρκετές απώλειες, με σκοπό να ανασυνταχθούν και να ζητήσουν ενισχύσεις.
Η νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς Κυριακή του Πάσχα 2 Απριλίου 1822 προχωρούσε αγωνιώδης. Η αναστάσιμη Θεία Λειτουργία που τελούσε ο ιεροκήρυκας της Μητρόπολης παπά Ιάκωβος Μαύρος διεκόπη από τους αλαλαγμούς των Τούρκων και τους κανονιοβολισμούς των δύο τηλεβόλων που τους είχε προμηθεύσει ο διοικητής του Θολοποταμίου. Οι κανονιοβολισμοί από τους Μύλους προξένησαν ρήγμα στο τείχος και εκεί ο Ιωάννης Φατούρος από τα Θυμιανά, ο Κων/νος Μονογιός από το Νεχώρι και οι υπόλοιποι αγωνιστές, ανάμεσά τους ελάχιστοι Σαμιώτες, αν και στην αρχή κατάφεραν να θανατώσουν αρκετούς από τους εχθρούς, δεν άντεξαν. Τα νέα ρήγματα στο τείχος επέτρεψαν την είσοδο του μαινόμενου στίφους των πολιορκητών. Όλοι οι αγωνιστές έπεσαν μαχόμενοι και μετά ξεκίνησε η σφαγή. Όσοι χριστιανοί δεν κατάφεραν να μπουν στο Καθολικό της Μονής, σφαγιάστηκαν, πυρπολήθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Μέσα στο ναό ήταν τόσος ο συνωστισμός που οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να ανοίξουν την πόρτα. Αφού ξήλωσαν ένα μέρος της στέγης, έριξαν αναμμένα στουπιά και τους έκαψαν όλους ζωντανούς. Το ίδιο έκαναν και στη δεξαμενή (φουντάνα) του μοναστηριού, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε εμπρησμός. Τον ηγούμενο Θεοδόσιο Λουφάκη τον ανασκολώπησαν στον ιστό της Αναστάσεως, ενώ ολοκαυτώθηκε ο ιερομόναχος Θεοδόσιος Κουμάκης. Τον παπά Ιάκωβο Μαύρο που αρνήθηκε να προσκυνήσει το Κοράνιο, αφού τον βασάνισαν, τον θανάτωσαν χτυπώντας τον με χατζάρι στο κεφάλι. Ο Βαχήτ Πασάς στα Απομνημονεύματά του αναφέρει: «Όλους που βρέθηκαν μέσα στο μοναστήρι τους αποκεφάλισαν [οι Τούρκοι], αφού αιχμαλώτισαν τους πιο νέους και από τα δύο φύλα. Και τα σφαγμένα κεφάλια και τ’ αυτιά των σκοτωμένων τα έστειλαν στον τοποτηρητή, ο οποίος φιλοτιμήθηκε να ανταμείψει με πλούσια δώρα τον ηρωισμό και την αφοσίωση των γενναίων στρατιωτών μας, που πολέμησαν για την τιμή και τη θρησκεία. Τότε μόνον οι δύστυχοι άπιστοι έμαθαν πράγματι ότι τίποτε δεν στέκεται εμπόδιο στην ορμή του αφοσιωμένου στο Ισλάμ, όταν επιτίθεται ενάντια στους άπιστους Χριστιανούς».
Το αίμα και οι σάρκες των σφαγιασθέντων πότισαν το δάπεδο του καθολικού της Μονής και άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια της θηριωδίας μέχρι σήμερα. Ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει καθαρά τα στίγματα αίματος που σχηματίζουν το περίγραμμα ενός παιδιού, το αποτύπωμα του πέλματός του, καθώς και ίχνη κομμένων κεφαλιών. Επισκέπτες και ξένοι περιηγητές αναφέρουν ότι ανθρώπινα οστά ήταν διάσπαρτα γύρω από το μοναστήρι και το λόφο για πολλές δεκαετίες. Επίσης Χιώτες του εξωτερικού έπαιρναν κρανία, τα επιχρύσωναν και τα τοποθετούσαν στο εικονίσματα ως ιερά λείψανα. Ο σημερινός επισκέπτης μπορεί να δει στο Ιερό Οστεοφυλάκιο της Μονής, στο ναΰδριο των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τα οστά που κατάφεραν να συγκεντρώσουν οι κάτοικοι, καθώς και το μισό τμήμα της πόρτας της εισόδου του Μοναστηριού, διάτρητο από τα βλήματα των τουρκικών τυφεκίων.
22 Μαρτίου 1881, Κυριακή, ώρα 1. 30΄ το μεσημέρι. Ο φοβερός σεισμός ταρακούνησε το νησί και προκάλεσε μεγάλες καταστροφές και πολλά θύματα – μέχρι και τα Μικρασιατικά παράλια απέναντι. Μετά και τις επόμενες δονήσεις στις 30 Μαρτίου και την 1 Απριλίου, τα θύματα υπολογίζονται στις 11 000, κυρίως στην πόλη και το νότιο τμήμα του νησιού. Σε μισοερειπωμένη κατάσταση βλέπω, στις φωτογραφίες του βιβλίου, το Καθολικό του Αγ. Μηνά και λίγα ακόμη κτίσματα – σχεδόν όλα τα άλλα καταστράφηκαν. Οι επισκευές τελείωσαν το 1892. Ξαναχτίστηκαν οι περιμετρικοί τοίχοι της εκκλησίας πάνω στα υπολείμματα των παλαιών, το Ιερό ανασκάφτηκε και αναμορφώθηκε, ενώ το πλακόστρωτο διατηρήθηκε απείραχτο.
Περνάν τα χρόνια. Η Μονή συνεχίζει την πορεία της με λίγους μοναχούς, σε κακή οικονομική κατάσταση και με υποθήκες των κτημάτων της, λόγω των επισκευών. Εξαγορές χωραφιών από τους καλλιεργητές και υπαγωγή της για μικρό διάστημα στη Νέα Μονή. Μετατροπή της, το 1932, σε γυναικείο μοναστήρι, το οποίο λειτουργεί μ’ αυτή τη μορφή ώς σήμερα. Μικρασιάτισες μοναχές, καθώς και άλλες, από τη Χίο και τη Μυτιλήνη, ενισχύουν τη μοναστική κοινότητα. Από δω και στο εξής, ο Κανονισμός θα επιβάλει σε όποιαν θέλει να αναχωρήσει τα εξής: «δεν έχει λαμβάνει τίποτε […] αλλά να φεύγει μόνον με τα ρούχα που φορεί». Τη δεκαετία του 1950 γίνονται οι τελευταίες προσπάθειες για ανακαίνιση του μοναστηριού και διαμόρφωση του Καθολικού σε σαφή νεοβυζαντινό ρυθμό με προστώο που μετατρέπεται σε υαλόκλειστο νάρθηκα.
Σήμερα, ο Άγ. Μηνάς είναι ένα μεγάλο παγχιακό προσκύνημα. Κάθε χρόνο, την Τρίτη της Διακαινησίμου, τιμώνται τα θύματα της σφαγής, με τους Νεοχωρούσους, Θυμιανούσους και άλλους κατοίκους της περιοχής να συμμετέχουν ζωηρά. Εκδήλωση τιμής γίνεται και στις 11 Νοεμβρίου, την ημέρα που γιορτάζει ο Ναός και μαζί όλη η Χίος για την ελευθερία της. Ο Άγ. Μηνάς, την αξίζει τέτοια τιμή, φωτεινή εστία για τους υπόδουλους σε δύσκολους καιρούς και σήμερα τόπος θυσίας και μνήμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου