Ὑπῆρξε ἀγράμματος, ἀλλὰ ἀληθινὰ εὐσεβὴς καὶ πιστός.
Ἔκανε οἰκονομίες μὲ στερήσεις τοῦ ἐαυτοῦ του, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κάνει ἐλεημοσύνες. Τὸ ἐπάγγελμά του, τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τρώει πρῶτος τὰ καλύτερα φαγητά. Αὐτὸς ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μεταχειριστεῖ ποτέ. Ἔτρωγε μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση τὰ χόρτα καὶ τὶς ἐλιές του, τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβραζαν ἢ ἕψηναν μπροστὰ του τὰ ὀρεκτικότερα κρέατα καὶ τὰ προκλητικότερα ψάρια.
Κατόπιν ὁ Εὐφρόσυνος πῆγε σὲ μοναστῆρι, ὅπου καὶ ἐκεῖ ἐξασκοῦσε τὸ ἔργο τοῦ μαγείρου. Ἀλλὰ αὐτός, ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι στὰ κοσμικὰ ξενοδοχεῖα, στὸ μοναστῆρι ἔφτιαχνε μετριότατο φαγητό. Σὲ μερικοὺς ποὺ τὸν εἰρωνεύονταν γι’ αὐτὴ του τὴν κατάσταση, ὁ Εὐφρόσυνος μὲ πραότητα ἀπαντοῦσε: «Ἡ καλὴ μαγειρικὴ δὲν εἶναι τόσο καλὸς βοηθὸς γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὴν πολλὴ εὐφροσύνη ποὺ ζητοῦν τὰ σώματα, θὰ τὴν χάσουν κατ’ ἀνάγκην οἱ ψυχές. Καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω ἐδῶ προορισμὸ νὰ σᾶς κολάσω».
Τελικὰ ὁ Εὐφρόσυνος, πέθανε σὲ ἕνα ἐρημικὸ ἡσυχαστήριο. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ξέρει ὅτι στὴν αἰώνια ζωὴ δὲν ἔχει κανένα ἀνώτερο δικαίωμα ἀπὸ ἕναν μάγειρα ἕνας βασιλιὰς ἢ φιλόσοφος, ἀνέγραψε μεταξὺ τῶν ἁγίων της τὸν μάγειρο Εὐφρόσυνο, ἐπειδὴ ἤξερε καὶ νὰ πιστεύει καὶ νὰ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ταπεινώσει καρδίας Πάτερ Εὐφρόσυνε, τῷ μαγειρείῳ προσφέρων διακονίαν τὴν σήν, ἐπληρώθης ἀληθῶς Ἁγίου Πνεύματος· ὅθεν ἐγνώρισεν ἡμῖν, τὴν σὴν δόξαν ὁ Θεός, δι’ ἱερέως ὁσίου· ἧς καὶ ἡμᾶς θεοφόρε, μετόχους δεῖξον ταῖς πρεσβείαις σου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης μέτοχος τῆς οὐρανίου, γεγονὼς Εὐφρόσυνε, τῇ ἰσαγγέλῳ σου ζωῇ, ὤφθης Ἀγγέλων ἰσότιμος, μεθ’ ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἤσκησας ὡς ἄγγελος ἐπὶ γῆς, τρόποις ἐναρέτοις, ἐκκαθάρας σου τὴν ψυχήν· ὅθεν τῆς ἀγήρω, μετέσχες εὐφροσύνης, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων, Πάτερ Εὐφρόσυνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου